Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο υπόμνημα, ακόμη και αν η πρώτη παράγραφός του δεν ανακαλούσε στη μνήμη  την τραγωδία της United Airlines - Πτήση 93, δηλαδή του αεροπλάνου που συνετρίβη στην Πενσυλβάνια στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, όταν οι επιβάτες του προσπάθησαν να ανακαταλάβουν τον έλεγχο του αεροσκάφους από τους αεροπειρατές της Αλ-Κάιντα. Ωστόσο, ένα ανώτερο μέλος του NSC που ονομάζεται Μάικλ Άντον (Michael Anton) έχει γράψει ακριβώς αυτό ως αιτιολόγηση της προεδρίας Τραμπ· δεν είναι υπόμνημα στο NSC, αλλά ανώνυμο άρθρο σε μια πολύ συντηρητική ιστοσελίδα, το οποίο δημοσιεύτηκε δύο μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2016, όταν ο Άντον ήταν ακόμη απλός πολίτης. 
Το άρθρο, υπό τον τίτλο The Flight 93 Election”, προκάλεσε μια μικρή αναταραχή όταν δημοσιεύτηκε. Οι συντηρητικοί στους οποίους δεν άρεζε ο Τραμπ, το είδαν με χαιρεκακία ως παράδοξη υποστήριξη που αποδομεί τον ακατάλληλο υποψήφιό τους, ενώ οι φιλελεύθεροι νόμισαν ότι το άρθρο έδειχνε την ουσία της συντηρητικής υποψηφιότητας στις εκλογές αυτές και ότι οι υποστηρικτές της είναι μουρλοί για δέσιμο και κάνουν μόνον για αστέρια σε ριάλιτυ σόου. Επίσης προκάλεσε μια έκρηξη εικασιών και στοιχημάτων: Ποιος μπορεί να έγραψε αυτό το απίστευτο πράμα; Δείτε όμως πώς άρχιζε το περιβόητο άρθρο:
Οι εκλογές του 2016 μοιάζουν με την Πτήση 93: Ή θα μπουκάρεις στο πιλοτήριο ή θα πεθάνεις. Μπορεί και να πεθάνεις ούτως ή άλλως. Εσύ - ή ο ηγέτης του κόμματός σου - μπορεί τελικά να τα καταφέρεις και να καταλάβεις το πιλοτήριο, αλλά μετά, να μην ξέρεις πώς να πετάξεις ή να προσγειώσεις το αεροπλάνο. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Εκτός από μία: Εάν δεν προσπαθήσεις, ο θάνατος είναι βέβαιος. Για να ολοκληρώσουμε με μια πιο συνοπτική μεταφορά: Μια προεδρία της Χίλαρυ Κλίντον είναι σαν ρωσική ρουλέτα με ημι-αυτόματο όπλο. Με μια προεδρία Tραμπ μπορείτε, τουλάχιστον, να γυρίσετε τον κύλινδρο του πιστολιού και να έχετε κάποιες πιθανότητες να σας τύχει η άδεια θαλάμη, η χωρίς σφαίρα.
Michael Anton, σε συνέντευξη τύπου του Λευκού Οίκου, 1.2.2017 (φωτο: © Weekly Standard)
Στις 2 Φεβρουαρίου, οι εικασίες για το ποιός έγραψε το περιβόητο γραπτό έλαβαν τέλος, όταν το περιοδικό Weekly Standard αποκάλυψε ότι συγγραφέας του ήταν ο Άντον. Το πιο σημαντικό: Το ίδιο περιοδικό αποκάλυψε επίσης ότι ο Άντον είχε μόλις προσληφθεί ως ο γενικός διευθυντής στρατηγικής επικοινωνίας στο NSC· τον περιέγραφε, αυτολεξεί, ως «κορυφαίο συντηρητικό διανοούμενο που επιχειρηματολόγησε υπέρ της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ». Αυτό φωτίζει με νέο φώς εκείνο το γραπτό του, καθώς και άλλα άρθρα που έχει γράψει. Στην πραγματικότητα, όλα μαζί αποτελούν τη μόνη απόπειρα των Τραμπιστών insiders να παρουσιάσουν μια ολιστική εξήγηση για το τί αντιπροσωπεύει και τί προσπαθεί να επιτύχει αυτή η προεδρία. Το δημοσίευμα του Άντον εξέθεσε ακούσια στο φώς τον διανοητικό πηγαίο κώδικα του Τραμπισμού. 
Φυσικά, ο Tραμπ και οι ανώτεροι βοηθοί του κατέκλυζαν και κατακλύζουν τη δημοσιότητα με μια διαρκή πλημμύρα από εκπληκτικές δηλώσεις και tweets, σχετικές με τις ιδέες και τα σχέδια της νέας πολιτικής ηγεσίας των ΗΠΑ. Επίσης, βιώσαμε ολόκληρη καταιγίδα από ριζοσπαστικές εντολές προς εκτέλεση και από διορισμούς αξιωματούχων στα υπουργεία. Και μόνον οι προελεύσεις των τελευταίων - λόγου χάρη δισεκατομμυριούχοι, ή «Χριστιανοί Πολεμιστές» («Christian warriors») ή αντίπαλοι των πολιτικών δικαιωμάτων - αρκούν· είναι σημεία και τέρατα που ενσπείρουν ανησυχίες. Αρκετοί από αυτούς τους αξιωματούχους έχουν γράψει τα προηγούμενα χρόνια χονδροειδή και εμπρηστικά βιβλία, όπως ο Μάικλ Φλυν (Michael Flynn), ο συνταξιούχος στρατηγός που είναι επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας. Και βέβαια, υπάρχει η περίπτωση του Στιβ Μπάνον (Steve Bannon), του πρώην διευθυντή της ιστοσελίδας Breitbart, ο οποίος είναι ο ανώτερος σύμβουλος του Tραμπ. Αλλά κανείς άλλος στη διοίκηση δεν έχει εκπονήσει σε τρέχοντα χρόνο ένα ιδεολογικό σχέδιο για να εξηγήσει το σκόπιμο, προμελετημένο χάος που επικρατεί υπό την προεδρία Τραμπ, παρά μόνον, όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, ο Μάικλ Άντον· οι ριζοσπαστικές θεωρίες του έχουν ήδη παραλληλισθεί με εκείνες του γερμανού φιλόσοφου που ονομαζόταν Καρλ Σμιτ (Carl Schmitt) του ανθρώπου που βοήθησε να τεθούν τα νομικά θεμέλια του Ναζιστικού Κόμματος.
[Μια τυπική διαδρομή: Από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τα Μέσα Ενημέρωσης, στην ακροδεξιά λαϊκίστικη ανταρσία]
Αρχικά, ο Άντον φοίτησε στο Claremont Graduate College, φυτώριο για συντηρητικούς στοχαστές. Έγινε εκπρόσωπος Τύπου και λογογράφος του Δημάρχου της Νέας Υόρκης Ρούντι Τζουλιάνι (Rudy Giuliani). Στη συνέχεια ανέλαβε καθήκοντα μεσαίου επιπέδου στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (NSC) επί διοίκησης του George W. Bush [του Νεώτερου]. Όπως ανέφερε το Weekly Standard, ήταν μέρος της ομάδας που προώθησε την καταστροφική εισβολή στο Ιράκ. Ο Άντον έφυγε από το κυβερντικό πόστο το 2005 και έγινε λογογράφος του επιχειρηματία των ΜΜΕ Ρούπερτ Μέρντοχ (Rupert Murdoch) της News Corp. Στη συνέχεια, για αρκετά χρόνια, εργάστηκε στο γραφείο επικοινωνιών της τράπεζας Citigroup, και μετά, για ενάμισι χρόνο, έγινε διευθυντικό στέλεχος στην εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων BlackRock. 
Το Σεπτέμβριο του 2016, ο Άντον δημοσίευσε το δοκίμιό του περί Πτήσης 93 στην ιστοσελίδα Claremont Review of Books χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Publius Decius Mus, το όνομα ενός Ρωμαίου υπάτου που πέθανε στο πεδίο της μάχης· ακολούθησαν πρόσθετες διευκρινήσεις του, ως απαντήσεις σε επικριτικά σχόλια αναγνωστών. Μετά τον εντοπισμό της πραγματικής ταυτότητάς του, τον Μάρτιο του 2017, έγραψε ένα πολύ εκτενέστερο άρθρο [Publius Decius Mus: Toward a Sensible, Coherent Trumpism], το οποίο διαβάστηκε από λίγους ανθρώπους και τα συμπεράσματά του είχαν ακόμη πιο έντονη οξύτητα. Άρχιζε με την επισήμανση ότι 
«ο ίδιος ο Τραμπ - ο οποίος, για να το πούμε κομψά, δεν είναι άνθρωπος των ιδεών και της σκέψης - δεν είναι το κατάλληλο πρόσωπο για να στοχάζεται τι σημαίνει η δημοτικότητά του ή πώς να την αξιοποιήσει. Στην πραγματικότητα, άλλοι θα πρέπει να κάνουν αυτή τη δουλειά».
Σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» που χρησιμοποιεί ο Τραμπ, υποστήριξε στο άρθρο αυτό ότι η αντισημιτική  “America First Committee” των αρχών της δεκαετίας του 1940, η οποία ήταν αντίθετη στην είσοδο των ΗΠΑ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και υποστηρίχθηκε μεταξύ των άλλων από τον [διάσημο αεροπόρο] Λίντμπεργκ (Charles Lindbergh), στιγματίστηκε «εξαιτίας άδικης κακομεταχείρισης» και ο χαρακτηρισμός της ως «υποτιθέμενη κηλίδα» στην ιστορία των ΗΠΑ είναι απλά αναπόδεικτος. Ο Άντον χαρακτήρισε την ποικιλομορφία ως «πηγή αδυναμίας» και ένα από τα «γελοία ψέματα» που έχουν επιβάλει στην Αμερική οι φιλελεύθεροι επικυρίαρχοί της.
Τα γραπτά αυτά είχαν δύο στόχους: Αφενός τους φιλελεύθερους, που έχουν υποβαθμίσει και εξευτελίσει την Αμερική τόσο βαθιά ώστε μπορεί και ποτέ να μην ανακάμψει, παρεκτός και αν συμβεί μια εξέγερση· και αφετέρου εκείνους τους συντηρητικούς που εφησυχάζουν και με τον εφησυχασμό τους υποβοηθούν όλα αυτά (η ειρωνεία ήταν ότι ο Άντον επέκρινε βίαια αυτούς που περιγράφει ως «ανώτερη κοινωνική τάξη του Νταβός», μολονότι η χρηματοοικονομική εταιρεία BlackRock, η εργοδότριά του κάποτε, είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους αυτής της τάξης). Το μεν φιλελεύθερο κατεστημένο δεν αναστατώθηκε και τρομερά από αυτές τις κατηγορίες Άντον εναντίον του, όμως μερικοί συντηρητικοί «έγιναν Τούρκοι» όταν διάβασαν αυτό το αγενές παραλήρημα ενός ανώνυμου αρθρογράφου, κρυμμένου πίσω από μια τήβεννο Ρωμαίου υπάτου ηλικίας 3.000 χρόνων. Ιδού πως περιγράφει ο Άντον τη γενιά των συντηρητικών που θεωρεί ανεπαρκώς ριζοσπαστική και ελάχιστα ενεργητική:
Ολόκληρη η επιχείρηση «Συντηρητισμός Α.Ε.», αναδίδει βαρειά οσμή αποτυχίας. Η μόνη πρόσφατη και διαρκούσα επιτυχία της είναι η αυτοσυντήρησή της. Οι συντηρητικοί διανοούμενοι ποτέ δεν κουράζονται να επαινούν τους «επιχειρηματίες που αναλαμβάνουν ρίσκο» (“entrepreneurs”) και την «δημιουργική καταστροφή». Τολμάτε να αποτυχάνετε! Έτσι παροτρύνουν τους επιχειρηματίες. Αφήστε την αγορά να αποφασίζει! Με μια εξαίρεση: όχι για ό,τι αφορά εμάς. Ή, μήπως, η πραγματική «αγορά» τους δεν είναι η πολιτική αρένα, αλλά το κύκλωμα που συλλέγει κεφάλαια για τους πολιτικούς;...
Paul Rubens, 1618: Θάνατος του Publius Decius Mus 
στη μάχη του Βεζούβιου (Β' Λατινικός Πόλεμος, 340 π.Χ.)
[Η αντεπίθεση των neocons και άλλων παλαιο-συντηρητικών εναντίον των Τραμπιστών]
Μια οργισμένη απάντηση από συντηρητική σκοπιά ήρθε από τον συγγραφέα Μπεν Σαπίρο (Ben Shapiro) υπό τον απερίφραστο τίτλο: «Το πολυδιαφημισμένο δοκίμιο “The Flight 93 Election” είναι ανέντιμο και ανόητο». Ο Shapiro αποκαλεί το δοκίμιο του Άντον «ασυνάρτητη ανοησία που αποβλακώνει» [“incoherent, mind-numbing horseshit”] και τον κατηγορεί ότι επαναλαμβάνει διαρκώς τα δηλητηριώδη του επιχειρήματα «σαν σκυλί που γλύφει τον ίδιο τον εμετό του». Μια άλλη συντηρητική κριτική, από τον Μάικλ Γκέρσον (Michael Gerson), πρώην λογογράφο του Τζορτζ Μπους του Νεώτερου, αποκάλεσε το δοκίμιο «υποδειγματική διδασκαλία πολιτικής κερδοσκοπίας με τη βοήθεια της λεξιλαγνείας»· πρόσθετε ότι «σπάνια ένα ψευδώνυμο ήταν περισσότερο αναγκαίο για να προστατευτεί η φήμη του συγγραφέα».
Η κριτική του Gerson δεν εξαντλήθηκε στη διακωμώδηση. Ένα από τα πιο ενοχλητικά στοιχεία στα γραπτά του Άντον είναι ο ρατσισμός που υπάρχει βαθειά μέσα τους. Στο δοκίμιο περί Πτήσης 93, ο Άντον αποκαλεί το κίνημα Black Lives Matter ως μια από τις πολλές «ανοησίες» της Αμερικής. Προειδοποίησε ότι η εκλογή της Χίλαρι Κλίντον μπορεί και να σημαίνει ότι θα εισέλθουν στη χώρα «ένα εκατομμύριο Σύροι παραπάνω» (το 2016 οι Ηνωμένες Πολιτείες δέχτηκαν 12.587 Σύρους πρόσφυγες και η Κλίντον πρότεινε να αυξηθεί ο αριθμός στους 65.000). Οι μουσουλμάνοι που έρχονται στην Αμερική «μας αλλάζουν - και όχι προς το καλύτερο», γράφει ο Άντον (και δεν απάντησε όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει επικρίσεις για το θέμα αυτό).
Η σκοτεινή αξία της δουλειάς που κάνει ο Άντον είναι η εξής: φέρνει καθαρά στο φώς τον φανατισμό του Τραμπισμού πριν την επικράτηση του Τραμπ και των υποστηρικτών του στις εκλογές, η οποία τους έκανε λίγο πιο προσεκτικούς σχετικά με αυτά που λένε. Ακόμη και σε αυτά που έχει γράψει ή πεί τα τελευταία χρόνια ο Steve Bannon, δεν υπάρχει τίποτε που να πλησιάζει στην αποκαλυπτική ορμή των γραπτών του Άντον, η οποία δεν είναι απλώς ένα προϊόν του ρατσισμού, αλλά επιχειρηματολογία υπέρ του ρατσισμού. Στο θέμα αυτό, ο Γκέρσον έβαλε τον δάκτυλόν του επί τον τύπον των ήλων: 
Όταν διαβάσει κανείς όλες τις υπερβολές και τις προσβλητικές επιθέσεις που υπάρχουν στο γραπτό “The Flight 93 Election”, στο τέλος του μένει ως κατάλοιπο η προκατάληψη. Ο συγγραφέας μιλά για «εχθρούς από φυλετικές κοινωνίες του υπο-Τρίτου-Κόσμου» και για την «αδιάκοπη εισαγωγή αλλοδαπών του Τρίτου Κόσμου, χωρίς παραδόσεις ή εμπειρίες ελευθερίας και χωρίς αίσθηση του τι είναι ελευθερία», η οποία κάνει την Αμερική «λιγότερο παραδοσιακά αμερικανική με κάθε κύκλο εισαγωγής αλλοδαπών». Οι μετανάστες είναι οι συνήθεις ένοχοι για «βιασμούς, πυροβολισμούς, βομβιστικές επιθέσεις ή μαχαιρώματα». Η εισαγωγή τους είναι το σήμα κατατεθέν «μιας χώρας, ενός λαού, ενός πολιτισμού που θέλει να πεθάνει». Ο Τραμπ, αντίθετα, λέει: «Θέλω τον λαό μου ζωντανό». Σκεφτείτε μόνον το εξής: Ποιος ακριβώς είναι «ο λαός μου», ο λαός του Τραμπ;
Για να σωθεί η Αμερική, ο Άντον προτείνει έναν κεραυνοβόλο πόλεμο με δράσεις απελπισίας. Πρέπει, λέει, να γίνουν βήματα που απαντούν σε κατ' εξαίρεσιν καταστάσεις,  βήματα που ίσως αποδειχθούν αυτοκτονικά (το σενάριο της εισβολής στο πιλοτήριο), διότι η Αμερική που επιδιώκουν να διατηρήσουν οι συντηρητικοί αντιμετωπίζει κίνδυνο απόλυτου αφανισμού. Αυτό το σημείο, το αποκαλύπτει στο τμήμα εκείνο του δοκίμιου του, όπου εξετάζει τις προθέσεις της «Αριστεράς». Ορισμένοι αριστεροί θεωρούν τους συντηρητικούς ως Ναζί, γράφει. Και συνεχίζει: «Πώς μπορείς να αντιμετωπίσεις έναν Ναζί - δηλαδή έναν εχθρό για τον οποίο είσαι βέβαιος ότι απεργάζεται την καταστροφή σου; Δεν συμβιβάζεσαι με αυτόν ούτε τον αφήνεις να κάνει τη δουλειά του με την ησυχία του. Τον συντρίβεις». 
Όταν πιστεύεις ότι οι εχθροί σου θέλουν να σε συντρίψουν επειδή σε θεωρούν Ναζί, η ανάστροφη πλευρά του νομίσματος είναι η πεποίθηση ότι πρέπει να τους συντρίψεις εσύ πρώτος [η στρατηγική του «πρώτου χτυπήματος»]. «Τι έχουμε λοιπόν να χάσουμε, άν ανταποδώσουμε»; ρωτάει ο Άντον. «Η Αριστερά, οι Δημοκρατικοί και η δικομματική χούντα (κατηγορίες πολιτικών ομάδων ξεχωριστές αλλά με πάρα πολλές αλληλεπικαλύψεις) πιστεύουν ότι βρίσκονται στα πρόθυρα μιας νίκης που θα κρατήσει μόνιμα, που θα τους γλυτώσει για πάντα από την ανάγκη να προσποιούνται ότι σέβονται τις δημοκρατικές και συνταγματικές λεπτότητες». Η ιδεολογία του Άντον έχει μιαν αιχμή που έχει περιεχόμενο χρονικό όσο και πολιτικό: Πρεσβεύει το ή-τώρα-ή-ποτέ.
[Η όψιμη μεταθανάτια σταδιοδρομία του Καρλ Σμιτ στην Αμερική του 2017]
Όταν έσκασε η είδηση ότι ο Άντον διορίστηκε στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας (NSC), ο Μπιλ Κρίστολ (William Kristol - [σημαντικός παραδοσιακός νεοσυντηρητικός δημοσιογράφος και συγγραφέας]) δημοσίευσε ένα οξύ tweet, συνδέοντάς με τον θεωρητικό του δικαίου που προσέφερε διανοητική κάλυψη στο Ναζιστικό κόμμα: «Από τον Carl Schmitt στον Mike Anton: Την πρώτη φορά τραγωδία, την δεύτερη φορά φάρσα» [βλ. και Independent, 5.2.2017 - «Senior Trump adviser compared to renowned Nazi by editor of “neo-con bible” Weekly Standard: “First time tragedy, second time farce”»]. Ο Κρίστολ είναι ο νονός του σύγχρονου νεοσυντηρητισμού και ένας από τους ηγέτες του κινήματος «Ποτέ Τραμπ» (Never Trump), πράγμα που σημαίνει ότι μέρος του παραληρήματος του Άντον είχε ως στόχο μανδαρίνους της Δεξιάς όπως αυτός. Ο Κρίστολ είναι από αυτούς που «έγιναν Τούρκοι».
 Ο Carl Schmitt ήταν πολύ σεβαστός διανοούμενος στη Γερμανία της Βαϊμάρης· εντάχθηκε στο Ναζιστικό Κόμμα το 1933 και έγινε εξέχων και ενθουσιώδης υποστηρικτής των αντι-εβραϊκών νόμων του χειρίστου είδους που εγκρίθηκαν σύντομα μετά την κατάληψη της εξουσίας. Οι επικριτές του τον αποκάλεσαν «κορυφαίο νομικό του Χίτλερ» και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κρατήθηκε για περισσότερο από ένα χρόνο σε συμμαχικό στρατόπεδο φυλάκισης για τους Ναζί. Η πνευματική του κληρονομιά είναι περίπλοκη και οι ιδέες του, οι οποίες διατηρούν την επιρροή τους ακόμη και σήμερα, έχουν επηρεάσει τα αντι-φιλελεύθερα άκρα τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς. 
Ο Σμιτ απεχθάνονταν και περιφρονούσε τον φιλελευθερισμό· όπως εξήγησε ο Μάικλ Λιντ (Michael Lind) σε ένα πολύ εύστοχο άρθρο πριν από δύο χρόνια [The National Interest - Carl Schmitt’s War on Liberalism], έδωσε φιλοσοφικά επιχειρήματα σε ένα είδος λαϊκισμού που καθοδηγείται από «έναν χαρισματικό ηγέτη, ο οποίος σώζει τον λαό από τον κίνδυνο ενεργώντας με αποφασιστικότητα, ακόμη και εκτός του νόμου αν χρειαστεί». Αυτό μερικές φορές αναφέρεται ως «αποφασιοκρατία» ή «ντεσιζιονισμός» («decisionism»)· σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η νομιμότητα της εξουσίας προέρχεται από την ανάληψη δράσης, ισχυρής δράσης, χωρίς απαραίτητα να υπάρχει σχέδιο ή να χρειάζεται να παρουσιάζονται θετικά αποτελέσματα ή να ακολουθείται ο νόμος. Το βιβλίο που έγραψε ο Σμιτ το 1922, η «Πολιτική Θεολογία», αρχίζει έτσι: «Κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης» [Souverän ist, wer über den Ausnahmezustand entscheidet]. Ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα της ηγεσίας, σύμφωνα με τον Σμιτ, είναι να εντοπίζει και να καταπολεμά έναν κοινό εχθρό. Όπως το έθεσε σε ένα απόσπασμα, στο οποίο έχουν παραπέμψει πολλοί, «οι κορυφαίες στιγμές της μεγάλης πολιτικής είναι ταυτόχρονα και στιγμές στις οποίες ο εχθρός, στη συγκεκριμένη πραγματικότητα, αναγνωρίζεται ως ο εχθρός» [Die Höhepunkte der großen Politik sind zugleich die Augenblicke, in denen der Feind in konkreter Deutlichkeit als Feind erblickt wird - Das Begriff des Politischen, εκδ. 1932, Μόναχο, σ. 54]. Ο Lind περιέγραψε την άποψη του Schmitt για τον κόσμο της πολιτικής με αυτό τον τρόπο: «Η εξαίρεση είναι ο κανόνας. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι η κανονικότητα. Το έθνος βρίσκεται συνεχώς στα πρόθυρα της κατάρρευσης και απειλείται από τους εχθρούς εξωτερικούς και εσωτερικούς». 
Ακούγεται οικείο; 
Η απήχηση των ιδεών του Σμιτ στην προεδρία Τραμπ αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ ακαδημαϊκών επί αρκετούς μήνες. Ο Quinta Jurecic, συνιδρυτής του blog Lawfare, σημείωνε λίγες εβδομάδες πριν ορκισθεί ως πρόεδρος ο Τραμπ, ότι «συνιστά πραγματικό λόγο ανησυχίας το ενδεχόμενο να αντιπροσωπεύει πράγματι την επανεμφάνιση του Σμιττιανού εφιάλτη, πράγμα που φοβούνται πολλοί στην Αριστερά και στην πολιτισμένη ελευθεριακή κοινότητα μετά την 11η Σεπτεμβρίου» [Donald Trump’s State of Exception]. Λίγες εβδομάδες αργότερα, μετά την υπογραφή από τον Τραμπ του νόμου που απαγόρευε την μετανάστευση μουσουλμάνων στις ΗΠΑ, ένας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο George Mason, ο Mark Koyama, περιέγραψε τον 45ο Πρόεδρο των ΗΠΑ ως τον «τέλειο Σμιττιανό. Βάζοντας την υπογραφή του με ένα στυλό, έκανε πράξη μιαν αυθαίρετη διάκριση μεταξύ φίλων και εχθρών των Ηνωμένων Πολιτειών» [The Fragility of the Rule of Law in Trump’s America]. 
Η αποκάλυψη στο περιοδικό του Κρίστολ Weekly Standard ότι ο συγγραφέας του περιβόητου άρθρου ήταν ο Άντον, συνοδευόταν από μια φωτογραφία του στο περιθώριο μιας συνέντευξης τύπου στον Λευκό Οίκο. Δεν μοιάζει τρομακτικός. Είναι λεπτός, με μεγάλα γυαλιά, με παλιομοδίτικη φαρδειά γραβάτα και κρατάει στο ένα χέρι ένα πράσινο σημειωματάριο και στο άλλο δύο πένες. Φαίνεται κάπως ανασφαλής, βλέπουμε μια τυπική εικόνα λευκού διανοουμένου μέσης ηλικίας που αισθάνεται πιο άνετος με τα βιβλία παρά υπό τους προβολείς της δημοσιότητας ή σε πραγματικούς πολιτικούς αγώνες. Το ήπιο στύλ που φαίνεται σ' αυτή την εικόνα έρχεται σε αντίθεση με την αμείλικτη επιθετικότητα των ιδεών του.
Στην ομιλία της ορκομωσίας του, ο Τραμπ χρησιμοποίησε την έκφραση «Αμερικανικό μακελειό»American carnage») για να περιγράψει την τωρινή κατάσταση πραγμάτων. Ο Τραμπ έκανε λάθος για την κατάσταση του έθνους μας· οι ΗΠΑ δεν είναι μια έρημη χώρα ανάμεσα στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό ωκεανό. Όμως, αν το θανάσιμο όραμα του Άντον για την Πτήση 93 γίνει πραγματικότητα, τότε η λέξη «μακελειό» μπορεί να περιγράψει επακριβώς το μέλλον μας.

[Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση
Ο Peter Maass γράφει στα περιοδικά The New York Times Magazine, Foreign Policy, The New Yorker, The New York Review of Books και στην εφημερίδα The Washington Post. Θεματολογία: Μέσα επικοινωνίας, εθνική ασφάλεια, πόλεμοι.  Εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και αλλού.  Αρχισυντάκτης στο Intercept.
Απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Berkeley, ζει στην πόλη της Ν. Υόρκης. Ήταν υπότροφος του Ιδρύματος Guggenheim. Δίδαξε δημοσιογραφία στα πανεπιστήμια Princeton και Columbia. Συνεργάτης στο Shorenstein Center του Harvard and στην Αμερικανική Ακαδημία του Βερολίνου. Ανήκει στη Συμβουλευτική Επιτροπή του Solutions Journalism Network και συμμετέχει στο πρόγραμμα «Narrative and Documentary Practice» του Πανεπιστημίου Tufts.
Βιβλία του: Love Thy Neighbor: A Story of War (βραβευμένο βιβλίο απομνημονευμάτων για τον πόλεμο στη Βοσνία). Crude World: The Violent Twilight of Oil

The Intercept - Άρθρα του Πήτερ Μάας                                          Ο επίσημος ιστοχώρος του


Στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
 

Η διάσπαση της Δύσης, το κλίμα του πλανήτη, ο πολυπολικός κόσμος και οι μαθητευόμενοι μάγοι




Απίστευτο και όμως αληθινό (;): Μουρλοί υπάρχουν παντού!
ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ: «Μύθος η κλιματική αλλαγή - Είναι συνωμοσία των Κινέζων»!